- προφυλαχτήρας
- ο1. καθετί με το οποίο προφυλάγεται κανείς.2. εξάρτημα για την προστασία μηχανήματος: Από το τρακάρισμα στράβωσε ο προφυλαχτήρας του αυτοκινήτου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.